- ἱεραγωγοί
- ἱεραγωγόςcarrying offeringsmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινωροί — οἰνωροί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἱεραγωγοὶ Διονύσου». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ωρός, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ* ως β συνθετικό (< * Fορός, με σίγηση τού F και με ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] … Dictionary of Greek